- παραμυκώμαι
- -άομαι, Αμυκώμαι κοντά σε κάποιον ή ως απάντηση σε κάτι («βρυχία δ' ἠχὼ παραμυκᾱται βροντῆς», Αισχύλ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + μυκῶμαι «γκαρίζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μυκώμαι — (ΑΜ μυκῶμαι, άομαι, Α και μύκομαι) 1. (κυρίως για τα βοοειδή) εκβάλλω μυκηθμό, μουγκρίζω, μουκανίζω («μόσχοι σὺν κεραῇσιν ἐμυκήσαντο βόεσσι», Θεόκρ.) 2. (για άψυχα) εκβάλλω υπόκωφο και παρατεταμένο ήχο, βοώ, βουίζω (α. «η θάλασσα... μυκάται… … Dictionary of Greek